χάση

χάση
η
1. η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης: Είμαστε στη χάση του φεγγαριού.
2. φρ., «στη χάση και στη φέξη», κατά αραιά διαστήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάση — η / χάσις, εως, ΝΜ η περίοδος τής βαθμιαίας ελάττωσης τού φωτεινού δίσκου τής σελήνης (α. «η χάση τού φεγγαριού» το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη β. « ς τὴν χάσιν δὲ τοῡ φεγγαριοῡ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • χάση — χάσις chasm fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • άδειαση — η 1. ελεύθερος χρόνος, άνεση χρόνου, ευκαιρία 2. (για το φεγγάρι) ελάττωση, μείωση, «χάση». [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω. ΠΑΡ. αδειασάρης, αδειασερός] …   Dictionary of Greek

  • απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • απόκρουση — η (AM ἀπόκρουσις) ανάσχεση, απώθηση νεοελλ. η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση αρχ. (για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση …   Dictionary of Greek

  • αυξομείωση — η (AM αὐξομείωσις) [αυξομειώ] η διαδοχική αύξηση και μείωση αρχ. 1. η παλίρροια 2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • λίγωση — η η περίοδος τής βαθμιαίας ελάττωσης τού φωτεινού δίσκου τής σελήνης, αλλ. χάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω «λιγοστεύω, μειώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”